δικαστηρίδιον

δικαστηρίδιον
δῐκαστ-ηρίδιον [ρῑ], τό, Dim. of sq., Ar.V.803.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δικαστηρίδιον — δικαστηρίδιον, το (Α) [δικαστήριον] δικαστήριο για γέλια, ασήμαντο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • δικαστηρίδιον — δικαστηρ̱ίδιον , δικαστήριον court of justice neut nom/voc/acc sg δικαστηρίδιον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”